- σαμάρωμα
- το, -ατοςτοποθέτηση σαμαριού στη ράχη του ζώου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαμάρωμα — το, Ν [σαμαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου 2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου … Dictionary of Greek
ακρόπορπο — το η άκρη τού λουριού που έχει πόρπη για το σαμάρωμα των υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πόρπη] … Dictionary of Greek
επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek
σάξη — η / σάξις, εως, ΝΑ [σάττω] νεοελλ. επίσαξη, τοποθέτηση σαγής στο υποζύγιο, σέλωμα ή σαμάρωμα αρχ. υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek